φυγοστρατία

φυγοστρατία
η, Ν
η αποφυγή τών στρατιωτικών υποχρεώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγόστρατος. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυγοστρατία — η το να είναι κανείς φυγόστρατος (λιποτάχτης ή ανυπόταχτος), η αποφυγή των στρατιωτικών υποχρεώσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”